Homo
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία
- Homo < (λόγιο δάνειο) νεολατινική homo (άνθρωπος)
Κύριο όνομα
Homo αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: Άνθρωπος, που ανήκει στην οικογένεια Hominidae (Ανθρωπίδες)
- είδη: Homo sapiens
- εξαφανισμένα είδη, όπως: †Homo ergaster, †Homo habilis
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | homo | hominēs |
| γενική | hominis | hominum |
| δοτική | hominī | hominibus |
| αιτιατική | hominem | hominēs |
| κλητική | homo | hominēs |
| αφαιρετική | homine | hominibus |
- Homo στο species.wikimedia.org

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.