GPS
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- GPS < Global Positioning System
Συντομομορφή
GPS (en) αρκτικόλεξο
- Παγκόσμιο Σύστημα Εντοπισμού: σύστημα που επιτρέπει σε κινητό δέκτη να προσδιορίζει την ακριβή θέση του με βάση σήματα που λαμβάνονται από δορυφόρους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.