Excel
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɪkˈsɛl/
Ουσιαστικό
Excel (en)
- (λογισμικό) υπολογιστικό φύλλο (spreadsheet), εφαρμογή που έχει κατασκευαστεί και διατίθεται από την Microsoft
Υπερώνυμα
-
Microsoft Excel στη Βικιπαίδεια

-
Microsoft Excel στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.