DTP

Αγγλικά (en)

Συντομομορφή

DTP (en) αρκτικόλεξο

  • (πληροφορική), (γραφικά υπολογιστή) συντομογραφία του desktop publishing [1]
      Magazines, books and food menus are commonly produced materials through the use of DTP. [2]
    «Περιοδικά, βιβλία και μενού εστιατορίων παράγονται συνήθως μέσω της χρήσης του DTP.»

  • DTP στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. "λήμμα: επιτραπέζιος", Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (Αθήνα 2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2005: Β' έκδοση), σελ. 660.
  2. (αγγλικά) What is DTP?. Προσπέλαση 2020-06-29.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.