C.V.
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- C.V., από τα αρχικά των λέξεων: curriculum vitæ
Προφορά
- ΔΦΑ : /se.ve/
Συντομομορφή
C.V. (fr) αρσενικό άκλιτο
- το βιογραφικό σημείωμα που συμπληρώνει και παραδίδει κάποιος συνήθως όταν ψάχνει για δουλειά και στο οποίο περιλαμβάνονται οι σπουδές του, η προϋπηρεσία ή εμπειρία του, τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντατα του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.