Ajax
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeɪ.dʒæks/
- ⓘ
Ετυμολογία 1
- Ajax < λατινική Aiax < αρχαία ελληνική Αἴας
Ετυμολογία 2
- Ajax < συντόμευση του Asynchronous JavaScript And XML
Κύριο όνομα
Ajax (en)
- (πληροφορική) σύνολο τεχνικών δημιουργίας διαδραστικών εφαρμογών ιστού, στις οποίες οι εφαρμογές προσλαμβάνουν δεδομένα από τον εξυπηρετητή ασύγχρονα στο παρασκήνιο χωρίς να απαιτείται εμπλοκή στην υπάρχουσα σελίδα
- AJAX
Συγγενικά
- Ajaxifying
Κύριο όνομα
Ajax (en)
- πόλη του Καναδά στο Οντάριο, το Έιτζακς
- (αθλητισμός) ποδοσφαιρική ομάδα του Άμστερνταμ
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Ajax < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.