-son

Ισλανδικά (is)

Ετυμολογία

-son < son (γιος στα ισλανδικά)

Επίθημα

-son θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό που χρησιμοποιείται στην σύνθεση ισλανδικών επωνύμων από το όνομα του πατέρα ή της μητέρας του κατέχοντος το επώνυμο και σημαίνει «γιος του ή της»
    Jóhannesson - επώνυμο που σημαίνει ότι αυτή που το έχει είναι γιος του Jóhannes

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -son (ισλανδικά)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.