-ka

Πολωνικά (pl)

Επίθημα

-ka (pl)

  1. δημιουργεί υποκοριστικά γένους θηλυκού
  2. δημιουργεί θηλυκά ουσιαστικά από το αντίστοιχο αρσενικό



Σλοβακικά (sk)

Επίθημα

-ka (sk)

  1. δημιουργεί υποκοριστικά γένους θηλυκού
  2. δημιουργεί θηλυκά ουσιαστικά από το αντίστοιχο αρσενικό



Τσεχικά (cs)

Επίθημα

-ka (cs)

  1. δημιουργεί υποκοριστικά γένους θηλυκού
  2. δημιουργεί θηλυκά ουσιαστικά από το αντίστοιχο αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.