-άγρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -άγρα | οι | -άγρες |
| γενική | της | -άγρας | των | -αγρών |
| αιτιατική | τη(ν) | -άγρα | τις | -άγρες |
| κλητική | -άγρα | -άγρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -άγρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων, άγρα)
Επίθημα
-άγρα θηλυκό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άγρα στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-άγρα
|
|
Πηγές
- λήγουν σε -άγρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε --άγρα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -άγρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων)
Επίθημα
-άγρα θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει
- πνευματικό ή ψυχικό πάθος που έχει καταλάβει τον προσδιοριζόμενο, όπως δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- λυσσάγρα (παράφορο πάθος)
- λωλάγρα (ανοησία, τρέλα, λωλαμάρα)
- κάποιο εργαλείο που πιάνει αντικείμενο όπως ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
- δοντάγρα (είδος τανάλιας)
- πνευματικό ή ψυχικό πάθος που έχει καταλάβει τον προσδιοριζόμενο, όπως δηλώνει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -άγρα στο Βικιλεξικό
Πηγές
- λήγουν σε -άγρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | -άγρᾱ | αἱ | -άγραι |
| γενική | τῆς | -άγρᾱς | τῶν | -αγρῶν |
| δοτική | τῇ | -άγρᾳ | ταῖς | -άγραις |
| αιτιατική | τὴν | -άγρᾱν | τὰς | -άγρᾱς |
| κλητική ὦ! | -άγρᾱ | -άγραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -άγρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -άγραιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Γνωρίζουμε τον πληθυντικό του ἄγρα, «ἄγραι» με οξεία που δηλώνει βραχύ άλφα. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων)
Επίθημα
-άγρα θηλυκό
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -άγρα στο Βικιλεξικό
Πηγές
- Λέξεις -άγρα @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.