-άγρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -άγρα οι -άγρες
      γενική της -άγρας των -αγρών
    αιτιατική τη(ν) -άγρα τις -άγρες
     κλητική -άγρα -άγρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-άγρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων, άγρα)

Επίθημα

-άγρα θηλυκό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άγρα στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-άγρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων)

Επίθημα

-άγρα θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει
    1. πνευματικό ή ψυχικό πάθος που έχει καταλάβει τον προσδιοριζόμενο, όπως δηλώνει το πρώτο συνθετικό
      λυσσάγρα (παράφορο πάθος)
      λωλάγρα (ανοησία, τρέλα, λωλαμάρα)
    2. κάποιο εργαλείο που πιάνει αντικείμενο όπως ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
      δοντάγρα (είδος τανάλιας)

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -άγρα στο Βικιλεξικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -άγρ αἱ -άγραι
      γενική τῆς -άγρᾱς τῶν -αγρῶν
      δοτική τῇ -άγρ ταῖς -άγραις
    αιτιατική τὴν -άγρᾱν τὰς -άγρᾱς
     κλητική ! -άγρ -άγραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -άγρ
γεν-δοτ τοῖν  -άγραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωρίζουμε τον πληθυντικό του ἄγρα, «ἄγραι» με οξεία που δηλώνει βραχύ άλφα.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-άγρα < ἄγρα (κυνήγι ζώων)

Επίθημα

-άγρα θηλυκό

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -άγρα στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.