ῥαβδοφορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ῥαβδοφορέω-ῥαβδοφορῶ
- φέρω ράβδο (ρήμα που δεν απαντά παρά μετά τα ελληνιστικά χρόνια)
- ἑκάστῳ γὰρ δεῖν ῥαβδοφορεῖν ἔθος (: γιατί υπάρχει το έθιμο ο καθένας τους να φέρει ράβδο)
Σύνθετα
- ἐπιρραβδοφορέω-ἐπιρραβδοφορῶ: προκαλώ φόβο σε κάποιον (μάλλον μόνον για άλογα), κραδαίνοντας ή απλά κρατώντας ράβδο (απαντά μόνο το απαρέμφατο του ενεστώτα στον Ξενοφώντα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.