ὥριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὥριος < ὡραῖος

Επίθετο

ὥριος,α,ον και -ος,-ος,-ον

  1. μορφή του ὡραῖος, στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, στην εποχή του, στην ώρα του
    ὥρια έργα, ὥριος γάμος, πλόος κώπαις ὥριος
  2. φρέσκος
    ὥριον οἷά τε μῆλον
  3. στην ακμή του, ακμαίος, νέος, στο άνθος της ζωής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.