ὡραίως

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὡραίως < ὡραῖος

Επίρρημα

ὡραίως

  1. έγκαιρα, επίκαιρα, στην εποχή τους, στην κατάλληλη στιγμή
  2. (μεταγενέστερη έννοια) όμορφα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.