ὄνου πόκους ζητεῖς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ὄνου πόκους ζητεῖς (ελληνιστική κοινή)
- (μεταφορικά) γι' αυτούς που ζητούν ανυπόστατα πράγματα, που επιδιώκουν να πετύχουν κάτι το αδύνατο, το ακατόρθωτο
- ※ 2ος κε αιώνας Ζηνόβιος, Ἐπιτομὴ ἐκ τῶν Ταρραίου καὶ Διδύμου παροιμιῶν συντεθεῖσα κατὰ στοιχεῖον, Ἑκατοντάς Ε΄, 5.38 @scaife.perseus
- Ὄνου πόκους ζητεῖς: ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων. Παρόσον τὴν ὄνον οὔτε πέξαι τὶς δύναται οὔτε κεῖραι. Λέγεται δὲ καὶ Ὄνον κείρεις, ἐπὶ τῶν ἀνηνύτοις ἐπιχειρούντων.
- ※ 2ος κε αιώνας Ζηνόβιος, Ἐπιτομὴ ἐκ τῶν Ταρραίου καὶ Διδύμου παροιμιῶν συντεθεῖσα κατὰ στοιχεῖον, Ἑκατοντάς Ε΄, 5.38 @scaife.perseus
- ὄνου πόκας ζητεῖς
- ὄνον κείρεις
Πηγές
- πόκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πόκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.