ὄνος ὕεται
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ὄνος ὕεται
- (μεταφορικά) για άνθρωπο ισχυρογνώμονα που είναι εντελώς απαθής απέναντι σε ό,τι λέγεται ή σε ό,τι γίνεται
- ※ 10ος κε αιώνας ⌘ Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 3.Ο255.394 @scaife.perseus
- Ὄνοϲ ὕεται: ἐπὶ τῶν μὴ ἐπιϲτρεφομένων. Κηφιϲόδωροϲ Ἀμαζόϲι· ϲκώπτειϲ μʼ· ἐγὼ δὲ τοῖϲ λόγοιϲ ὄνοϲ ὕομαι. Κρατῖνοϲ Δραπετίϲιν· οἱ δὲ πυππάζουϲι περιτρέχοντεϲ, ὁ δ ὄνοϲ ὕεται.
- ※ 10ος κε αιώνας ⌘ Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 3.Ο255.394 @scaife.perseus
Πηγές
- ὄνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.