ὄνος λύρας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ὄνος λύρας (ἀκούων) (ελληνιστική κοινή)
- (μεταφορικά) που δεν καταλαβαίνει καθόλου από μουσική, άμουσος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 31, 4 Πρὸς τὸν ἀπαίδευτον καὶ πολλὰ βιβλία ὠνούμενον @wikisource @scaife.perseus
- καὶ σὺ τοίνυν βιβλίον μὲν ἔχεις ἐν τῇ χειρὶ καὶ ἀναγιγνώσκεις ἀεί, τῶν δὲ ἀναγιγνωσκομένων οἶσθα οὐδέν, ἀλλʼ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 8, 41 , p.v.2.p.266 @scaife.perseus, @el.wikisource
- Κλέων τις ἦν κιθαρῳδός, ὃς ἐκαλεῖτο Βοῦς, δεινῶς ἀπᾴδων τῇ λύρᾳ τ’ οὐ χρώμενος. τούτου διακούσας ὁ Στρατόνικος εἶφ ὅτι ‘ὄνος λύρας ἐλέγετο, νῦν δὲ βοῦς λύρας.’
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 31, 4 Πρὸς τὸν ἀπαίδευτον καὶ πολλὰ βιβλία ὠνούμενον @wikisource @scaife.perseus
Πηγές
- ὄνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.