ὀστακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ὀστακός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὀστακός, -οῦ αρσενικό
- αττικός τύπος του ἀστακός
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 65 @scaife.perseus, @el.wikisource
- τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ō ὀστακὸν λέγουσι, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 65 @scaife.perseus, @el.wikisource
Πηγές
- ὀστακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.