ὀρρωδέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὀρρωδέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ὀρρωδέω

  1. φοβούμαι, τρέμω (+ αιτιατική προσώπου: μπροστά σε κάποιον)
  2. φοβούμαι, τρέμω (+ γενική πράγματος: για κάτι ή εξαιτίας κάποιου πράγματος)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.