ὀβελίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὀβελίας < ὀβελός
Επίθετο
ὀβελίας
- (για ψωμί) που είναι ψημένο σε μικρή σούβλα
Σημειώσεις
- διαφέρει από το ὀβολίας που σημαίνει αντικείμενα που πωλούνται έναν οβολό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.