Ἴβυκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἴβυκος οἱ Ἴβυκοι
      γενική τοῦ Ἰβύκου τῶν Ἰβύκων
      δοτική τῷ Ἰβύκ τοῖς Ἰβύκοις
    αιτιατική τὸν Ἴβυκον τοὺς Ἰβύκους
     κλητική ! Ἴβυκε Ἴβυκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἰβύκω
γεν-δοτ τοῖν  Ἰβύκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἴβυκος <  δείτε ἰβύ και ἴβυξ και τις σημειώσεις στο ἰβύ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Ἴβυκος αρσενικό

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.