Ἱστίαια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἱστίαι
      γενική τῆς Ἱστιαίᾱς
      δοτική τῇ Ἱστιαί
    αιτιατική τὴν Ἱστίαιᾰν
     κλητική ! Ἱστίαι
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἱστίαια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἱστίαια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.