Ἰκάριον
| Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Ἰκάριον | ||
| γενική | τοῦ | Ἰκαρίου | ||
| δοτική | τῷ | Ἰκαρίῳ | ||
| αιτιατική | τὸ | Ἰκάριον | ||
| κλητική ὦ! | Ἰκάριον | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἰκάριον < Ἰκάριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.