ἱρόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ἱρόν ουδέτερο
- ποιητικός & ιωνικός τύπος του ἱερόν
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 105.2
- τῶν πλεόνων Σκυθέων παρεξελθόντων ἀσινέων ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες ἐσύλησαν τῆς Οὐρανίης Ἀφροδίτης τὸ ἱρόν.
- ενώ οι πιο πολλοί Σκύθες πέρασαν δίχως να πειράξουν τίποτε, μερικοί που ξέκοψαν και έμειναν πίσω, σύλησαν το ιερό της ουρανίας Αφροδίτης.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τῶν πλεόνων Σκυθέων παρεξελθόντων ἀσινέων ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες ἐσύλησαν τῆς Οὐρανίης Ἀφροδίτης τὸ ἱρόν.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 105.2
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ἱρόν
Πηγές
- ἱρόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.