ἱπποστάσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἱπποστάσιον | τὰ | ἱπποστάσιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἱπποστασίου | τῶν | ἱπποστασίων |
| δοτική | τῷ | ἱπποστασίῳ | τοῖς | ἱπποστασίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἱπποστάσιον | τὰ | ἱπποστάσιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἱπποστάσιον | ἱπποστάσιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱπποστασίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱπποστασίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- ἱπποστασία
- ἱππόστασις
Πηγές
- ἱπποστάσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.