ἱπποστάσιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἱπποστάσιον τὰ ἱπποστάσι
      γενική τοῦ ἱπποστασίου τῶν ἱπποστασίων
      δοτική τῷ ἱπποστασί τοῖς ἱπποστασίοις
    αιτιατική τὸ ἱπποστάσιον τὰ ἱπποστάσι
     κλητική ! ἱπποστάσιον ἱπποστάσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱπποστασίω
γεν-δοτ τοῖν  ἱπποστασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱπποστάσιον < ἱππο- + -στάσιον < ἵππος & στάσις < ἵστημι

Ουσιαστικό

ἱπποστάσιον ουδέτερο

Συνώνυμα

  • ἱπποστασία
  • ἱππόστασις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.