ἱμαντώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἱμαντώδης | τὸ | ἱμαντῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἱμαντώδους | τοῦ | ἱμαντώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἱμαντώδει | τῷ | ἱμαντώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἱμαντώδη | τὸ | ἱμαντῶδες | ||
| κλητική ὦ! | ἱμαντῶδες | ἱμαντῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἱμαντώδεις | τὰ | ἱμαντώδη | ||
| γενική | τῶν | ἱμαντώδων | τῶν | ἱμαντώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἱμαντώδεσῐ(ν) | τοῖς | ἱμαντώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἱμαντώδεις | τὰ | ἱμαντώδη | ||
| κλητική ὦ! | ἱμαντώδεις | ἱμαντώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱμαντώδει | τὼ | ἱμαντώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱμαντώδοιν | τοῖν | ἱμαντώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἱμαντώδης, -ης, -ες
- (για τρίχες) ινώδης, σχοινώδης, που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 76c @scaife.perseus
- καὶ κατὰ ταῦτα δὴ τὰ πάθη τὸ τριχῶν γένος ἐν τῷ δέρματι πέφυκεν, συγγενὲς μὲν ἱμαντῶδες ὂν αὐτοῦ, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῇ πιλήσει τῆς ψύξεως, ἣν ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρὶξ ψυχθεῖσα συνεπιλήθη.
- και σύμφωνα με αυτά τα πάθη φύτρωσαν τρίχες στο δέρμα, συγγενείς με αυτό, αφού μοιάζουν με ιμάντες, αλλά είναι σκληρότερες και πυκνότερες εξαιτίας της συστολής λόγω του ψύχους, την οποία υπέστη καθεμία τρίχα ψυχθείσα, όταν αποχωριζόταν από το δέρμα.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- καὶ κατὰ ταῦτα δὴ τὰ πάθη τὸ τριχῶν γένος ἐν τῷ δέρματι πέφυκεν, συγγενὲς μὲν ἱμαντῶδες ὂν αὐτοῦ, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῇ πιλήσει τῆς ψύξεως, ἣν ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρὶξ ψυχθεῖσα συνεπιλήθη.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 4, 134.136 @scaife.perseus
- θαμνίσκος ἐστὶ πήχεως τὸ ὕψος, ἔχων κλάδους πολλούς καὶ ἱμαντώδεις πρὸς τῳ ἄνωθεν ἡμίσει φυλλοφόρους — φλοιὸς δὲ περὶ τὰς ῥάβδους γλίσχρος ἰσχυρῶς — φύλλα δάφνῃ ἐοικότα, μαλακώτερα δὲ καὶ ἰσχνότερα,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 76c @scaife.perseus
- (για αθλητή) μυώδης, καλογυμνασμένος, νευρώδης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἱμάς
Πηγές
- ἱμαντώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.