ἱλάσθητι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
- ἱλάσθητι [ ῑ, ᾰ]
- β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του παθητικού αορίστου του ρήματος ἱλάσκομαι: συγχώρεσε, να είσαι ευνοϊκός, σπλαχνικός, ελεήμων (στην Καινή Διαθήκη, όχι αργότερα από τον 3ο αιώνα)
- ἱλάσθητί μου τῶν ἁμαρτιῶν (συγχώρεσέ μου τις αμαρτίες)
Αναφορές
- ιλάσκομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.