ἱερουργία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἱερουργία < ἱερουργέω
Ουσιαστικό
ἱερουργία
- θρησκευτική τελετή
- θυσία προς θεό, ή θεούς
- οποιαδήποτε θρησκευτική λειτουργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.