ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή <  δείτε τις λέξεις , τῶν, ἐνεδρευόντων, ἐνεδρεύω και ὑποβολή

Φράση

ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή (ελληνιστική κοινή)

  • η κρυφή θέση εκείνων που ενεδρεύουν, η ενέδρα
      2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 3.105.1, @scaife.perseus
    ἄρτι δὲ τῆς ἡμέρας διαφαινούσης, καὶ πάντων ταῖς τε διανοίαις καὶ τοῖς ὄμμασι περιεσπασμένων περὶ τοὺς ἐν τῷ γεωλόφῳ κινδυνεύοντας, ἀνύποπτος ἦν ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑποβολή.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.