ἠγάπημαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

ἠγάπημαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου παρακειμένου του ρήματος ἀγαπάω και σε συνηρημένο τύπο ἀγαπῶ
 δείτε τη λέξη  ἀγαπάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.