Ἑστία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἑστίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Ἑστίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Ἑστίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἑστίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Ἑστίᾱ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἑστία < ἑστία
Κύριο όνομα
Ἑστία θηλυκό
-
Εστία στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.