ἐρωτάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἐρωτάω / ἐρωτῶ | ἐρωτάομαι/ἐρωτῶμαι |
| Παρατατικός | ἠρώταον / ἠρώτων | ἠρωταόμην/ἠρωτώμην |
| Μέλλοντας | ἐρωτήσω | ἐρωτήσομαι |
| Αόριστος | ἠρώτησα | ἠρωτησάμην & ἠρωτήθην |
| Παρακείμενος | ἠρώτηκα | ἠρώτημαι |
| Υπερσυντέλικος | ἠρωτήκειν | ἠρωτήμην |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- ἐρωτάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐρωτάω / ἐρωτῶ
- ρωτάω κάποιον κάτι
- (παθητική φωνή)
- με ρωτούν
- ρωτάω κάτι
- (ελληνιστική σημασία) παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω
- επικός και ιωνικός τύπος : εἰρωτάω
- ιωνικός τύπος : ἐρωτέω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐρωτάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρωτάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.