ἐρωτάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐρωτάω / ἐρωτῶ   ἐρωτάομαι/ἐρωτῶμαι 
Παρατατικός  ἠρώταον / ἠρώτων   ἠρωταόμην/ἠρωτώμην 
Μέλλοντας  ἐρωτήσω   ἐρωτήσομαι 
Αόριστος  ἠρώτησα   ἠρωτησάμην & ἠρωτήθην 
Παρακείμενος  ἠρώτηκα   ἠρώτημαι 
Υπερσυντέλικος  ἠρωτήκειν   ἠρωτήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἐρωτάω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἐρωτάω / ἐρωτῶ

  1. ρωτάω κάποιον κάτι
  2. (παθητική φωνή)
    1. με ρωτούν
    2. ρωτάω κάτι
  3. (ελληνιστική σημασία) παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω

  • επικός και ιωνικός τύπος: εἰρωτάω
  • ιωνικός τύπος: ἐρωτέω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.