ἐρατεινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐρατεινός | ἡ | ἐρατεινή | τὸ | ἐρατεινόν |
| γενική | τοῦ | ἐρατεινοῦ | τῆς | ἐρατεινῆς | τοῦ | ἐρατεινοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐρατεινῷ | τῇ | ἐρατεινῇ | τῷ | ἐρατεινῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐρατεινόν | τὴν | ἐρατεινήν | τὸ | ἐρατεινόν |
| κλητική ὦ! | ἐρατεινέ | ἐρατεινή | ἐρατεινόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐρατεινοί | αἱ | ἐρατειναί | τὰ | ἐρατεινᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐρατεινῶν | τῶν | ἐρατεινῶν | τῶν | ἐρατεινῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐρατεινοῖς | ταῖς | ἐρατειναῖς | τοῖς | ἐρατεινοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐρατεινούς | τὰς | ἐρατεινᾱ́ς | τὰ | ἐρατεινᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐρατεινοί | ἐρατειναί | ἐρατεινᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρατεινώ | τὼ | ἐρατεινᾱ́ | τὼ | ἐρατεινώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρατεινοῖν | τοῖν | ἐρατειναῖν | τοῖν | ἐρατεινοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ἐρατεινός, -ή, -όν
- εράσμιος, γοητευτικός, πρόσχαρος, ευχάριστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 218 (218-220)
- πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα, | οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν | στεινόμενος νεκύεσσι, σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως.
- ότι νεκρούς εγέμισαν τα πρόσχαρά μου ρείθρα, | και δεν μ᾽ αφήνουν οι νεκροί το ρεύμα να προχύνω | στην θείαν θάλασσαν και συ τρομακτικά φονεύεις.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα, | οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν | στεινόμενος νεκύεσσι, σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 136
- Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ᾽ ἐρατεινήν.
- τη χρυσοστέφανη τη Φοίβη και την εράσμια Τηθύ.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ᾽ ἐρατεινήν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 218 (218-220)
- αγαπητός, χαριτωμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 13 (13-14)
- ἐπεὶ δὴ τὸ πρῶτον ἐγείνατο παῖδ᾽ ἐρατεινήν, | Ἑρμιόνην, ἣ εἶδος ἔχε χρυσέης Ἀφροδίτης.
- αφότου πρωτογέννησε χαριτωμένη θυγατέρα | την Ερμιόνη, ωραία στην όψη, σαν χρυσή Αφροδίτη.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δὴ τὸ πρῶτον ἐγείνατο παῖδ᾽ ἐρατεινήν, | Ἑρμιόνην, ἣ εἶδος ἔχε χρυσέης Ἀφροδίτης.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 13 (13-14)
Αναφορές
- s.v.- ἔραμαι σελ. 449 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἐρατεινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρατεινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.