ἐπιπλέον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ἐπιπλέον < → δείτε τη λέξη επιπλέον
Επίρρημα
ἐπιπλέον
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του ἐπί πλέον → δείτε τη λέξη επιπλέον
- ※ Ἀλλὰ φαντασθῆτε ἐπιπλέον τὴν ἔκπληξίν του ὅταν παρατηρήσας καλλίτερον, ἀνεγνώρισεν ὅτι ἡ καρδία ἦτο ἡ πρώην ἰδική του ἀπαράλλακτος, ἀναλλοίωτος, μὲ ὅλα τὰ συστατικὰ καὶ τὰς ἰδιότητάς της.
Μεταφράσεις
ἐπιπλέον
|
→ δείτε τη λέξη επιπλέον |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.