ἐπιγονή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπιγονή | αἱ | ἐπιγοναί | ||||
| γενική | τῆς | ἐπιγονῆς | τῶν | ἐπιγονῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἐπιγονῇ | ταῖς | ἐπιγοναῖς | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐπιγονήν | τὰς | ἐπιγονᾱ́ς | ||||
| κλητική ὦ! | ἐπιγονή | ἐπιγοναί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιγονᾱ́ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιγοναῖν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐπιγονή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐπιγονή, -ῆς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (για ζώα) παραγωγή
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Φάβιος Μάξιμος, 4.4, p.130 @scaife.perseus
- προελθὼν δὲ ὁ δικτάτωρ εἰς τὸν ὄχλον εὔξατο τοῖς θεοῖς ἐνιαυτοῦ μὲν αἰγῶν καὶ σνῶν καὶ προβάτων καὶ βοῶν ἐπιγονήν, ὅσην Ἰταλίας ὄρη καὶ πεδία καὶ ποταμοὶ καὶ λειμῶνες εἰς ὥραν ἐσομένην θρέψουσι,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Φάβιος Μάξιμος, 4.4, p.130 @scaife.perseus
- αύξηση, ανάπτυξη
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 25, 3 Τίμων @wikisource @scaife.perseus
- εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος.
- για να γεννηθεί έπειτα κακία μεγαλύτερη.
- Μετάφραση (1977), Ερμιόνη Ηλιάδου @greek‑language.gr
- για ανάπτυξη μεγαλύτερης κακίας.
- Μετάφραση: Βικιλεξικό.
- για να γεννηθεί έπειτα κακία μεγαλύτερη.
- εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 25, 3 Τίμων @wikisource @scaife.perseus
- (για ανθρώπους και ζώα) γένος, ράτσα
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Αμώς (Rahlfs)
, 7.1, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- Οὕτως ἔδειξέν μοι Κύριος ὁ θεός, καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γὼγ ὁ βασιλεύς.
- Έτσι φανέρωσε σε μένα [με όραμα] ο Κύριος ο Θεός, και ιδού σμήνος ακρίδων, που έρχεται κατά το πρωί, και ιδού ένας βρούχος, [που συμβολίζει] τον βασιλιά Γωγ.
- Μετάφραση: Βικιλεξικό.
- Οὕτως ἔδειξέν μοι Κύριος ὁ θεός, καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γὼγ ὁ βασιλεύς.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Αμώς (Rahlfs)
, 7.1, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- (στην Αίγυπτο) απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων
Πηγές
- ἐπιγονή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιγονή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.