ἐπίδημος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐπίδημος τὸ ἐπίδημον οἱ, αἱ ἐπίδημοι τὰ ἐπίδημα
Γενική τοῦ, τῆς ἐπιδήμου τοῦ ἐπιδήμου τῶν ἐπιδήμων τῶν ἐπιδήμων
Δοτική τῷ, τῇ ἐπιδήμῳ τῷ ἐπιδήμῳ τοῖς, ταῖς ἐπιδήμοις τοῖς ἐπιδήμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐπίδημον τὸ ἐπίδημον τοὺς, τὰς ἐπιδήμους τὰ ἐπίδημα
Κλητική ἐπίδημε ἐπίδημον ἐπίδημοι ἐπίδημα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπιδήμω
Γενική-Δοτική ἐπιδήμοιν

Ετυμολογία

ἐπίδημος < ἐπί + δῆμος

Επίθετο

ἐπίδημος, -ος, -ον

  1. που μένει (προσωρινά) σε ξένο τόπο
  2. δημοφιλής
     συνώνυμα: ἐπιδήμιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.