ἐπίδημος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐπίδημος | τὸ ἐπίδημον | οἱ, αἱ ἐπίδημοι | τὰ ἐπίδημα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐπιδήμου | τοῦ ἐπιδήμου | τῶν ἐπιδήμων | τῶν ἐπιδήμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐπιδήμῳ | τῷ ἐπιδήμῳ | τοῖς, ταῖς ἐπιδήμοις | τοῖς ἐπιδήμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐπίδημον | τὸ ἐπίδημον | τοὺς, τὰς ἐπιδήμους | τὰ ἐπίδημα |
| Κλητική | ἐπίδημε | ἐπίδημον | ἐπίδημοι | ἐπίδημα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐπιδήμω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐπιδήμοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.