ἐξ ἁμάξης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ἐξ ἁμάξης
- εξ αμάξης
- καὶ βοᾷς ῥητὰ καὶ ἄρρητ᾽ ὀνομάζων, ὥσπερ ἐξ ἁμάξης, ἃ σοὶ καὶ τῷ σῷ γένει πρόσεστιν, οὐκ ἐμοί. (Δημοσθένης, Περί του Στεφάνου, 122)
Σημειώσεις
- πβ. και την εξήγηση από το λεξικό Σούδα: τὰ ἐκ τῶν ἁμαξῶν σκώμματα: ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὀχούμεναι αἱ γυναῖκες αἱ τῶν Ἀθηναίων, ἐπὰν εἰς τὰ Ἐλευσίνια ἐβάδιζον εἰς τὰ μεγάλα μυστήρια, ἐλοιδόρουν ἀλλήλας ἐν τῇ ὁδῷ: τοῦτο γὰρ ἦν ἔθος αὐταῖς.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.