ἐξευτελίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ρήμα

ἐξευτελίζω



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξευτελίζω < ἐξ ως επιτατικό και εὐτελίζω

Ρήμα

ἐξευτελίζω

  • ...οἷον ἐξευτελίζοντα καὶ κατειρωνευόμενον τοὺς τὰ περίβλεπτα μεγάλοις πόνοις καὶ κινδύνοις διώκοντας, ὡς οὐδὲν ἢ μικρὸν ἐν ἡδοναῖς καὶ ἀπολαύσεσι πλέον ἔχοντας τῶν ἄλλων. (: σαν να εξευτέλιζε και να γελοιοποιούσε εκείνους που για σπουδαίες απολαβές περνάνε μεγάλα βάσανα και κινδύνους, ενώ στις χαρές και στις απολαύσεις έχουν τίποτα ή κάτι ελάχιστο παραπάνω από τους άλλους ανθρώπους -Πλούταρχος, Αλέξανδρος 28)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.