ἐνυπόστατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐνυπόστατος | τὸ ἐνυπόστατον | οἱ, αἱ ἐνυπόστατοι | τὰ ἐνυπόστατα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐνυποστάτου | τοῦ ἐνυποστάτου | τῶν ἐνυποστάτων | τῶν ἐνυποστάτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐνυποστάτῳ | τῷ ἐνυποστάτῳ | τοῖς, ταῖς ἐνυποστάτοις | τοῖς ἐνυποστάτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐνυπόστατον | τὸ ἐνυπόστατον | τοὺς, τὰς ἐνυποστάτους | τὰ ἐνυπόστατα |
| Κλητική | ἐνυπόστατε | ἐνυπόστατον | ἐνυπόστατοι | ἐνυπόστατα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐνυποστάτω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐνυποστάτοιν | |||
Ετυμολογία
Πηγές
- ἐνυπόστατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.