ἐκτίθημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ρήμα
ἐκτίθημι
- εκθέτω, τοποθετώ έξω, εκθέτω σε κοινή θέα δημοσίως, συνήθως προς πώληση
- αποβιβάζω
- αποσαφηνίζω, εξηγώ κάτι
- Στη μέση φωνή, ἐκτίθεμαι: μετακομίζω, εξηγώ τι εννοώ, μετακινούμαι
Συγγενικά
- ἔκθεσις
- ἔκθετος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.