Ἄμοργος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἄμοργος
      γενική τῆς Ἀμόργου
      δοτική τῇ Ἀμόργ
    αιτιατική τὴν Ἄμοργον
     κλητική ! Ἄμοργε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἄμοργος < αρχαία ελληνική ἄμοργος < μετακίνηση τόνου στο ἀμοργός (ως συνώνυμο του ἀμοργίς) < ἀμέργω

Κύριο όνομα

Ἄμοργος, -ου θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.