Ἀριστογείτων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ᾰ̓ριστογειτων-, Ᾰ̓ριστογειτον- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Ἀριστογείτων | οἱ | Ἀριστογείτονες | |
| γενική | τοῦ | Ἀριστογείτονος | τῶν | Ἀριστογειτόνων | |
| δοτική | τῷ | Ἀριστογείτονῐ | τοῖς | Ἀριστογείτοσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | Ἀριστογείτονᾰ | τοὺς | Ἀριστογείτονᾰς | |
| κλητική ὦ! | Ἀριστόγειτον | Ἀριστογείτονες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀριστογείτονε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀριστογειτόνοιν | |||
| Εξαίρεση: η κλητική ενικού με αναβιβασμό τόνου όπως στα κύρια σύνθετα. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Ἀριστογείτων < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Ἀριστογείτων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.