Ἀπουλία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀπουλί
      γενική τῆς Ἀπουλίᾱς
      δοτική τῇ Ἀπουλί
    αιτιατική τὴν Ἀπουλίᾱν
     κλητική ! Ἀπουλί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀπουλία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἀπουλία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

  • Ἀπουλήϊος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.