ἄχρεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἄχρεις < πιθανώς ανορθογραφία λόγω ιωτακισμού της διφθόγγου ει κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Σύνδεσμος
ἄχρεις
- (ελληνιστική κοινή , σε πάπυρο) ἄχρῐς (λανθασμένη/μη κανονική μορφή από τον 2ο μ.Χ. αιώνα που ανακαλύφθηκε στους Παπύρους της Οξυρρύγχου)[1]
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ Πάπυροι της Οξυρρύγχου, Απόσπασμα προσωπικής επιστολής, Π.Οξυ. 10 1346[2]
- [---] [ἐν] [τῇ] πόλει γέγναπ̣τ̣α̣ι̣ καὶ κακῶς ἐγνάφη, καὶ ἐὰν χρείαν αὐτοῦ ἔχῃς, ἔ̣χ̣ε, ἐὰν δὲ μή, ἄφος* αὐτω̣* ἄχρεις* ἂν παραγένομαι*, ἐπιδὴ* ὁ λευκός μου παραδρόμαξ ἄχρηστος [γ]έγωναι*. ἠγώρακά* σοι κα̣[.]ει̣[---]
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ Πάπυροι της Οξυρρύγχου, Απόσπασμα προσωπικής επιστολής, Π.Οξυ. 10 1346[2]
Πηγές
- ἄχρι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.