ἄνιπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄνιπτος | τὸ | ἄνιπτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνίπτου | τοῦ | ἀνίπτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνίπτῳ | τῷ | ἀνίπτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄνιπτον | τὸ | ἄνιπτον | ||
| κλητική ὦ! | ἄνιπτε | ἄνιπτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄνιπτοι | τὰ | ἄνιπτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀνίπτων | τῶν | ἀνίπτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀνίπτοις | τοῖς | ἀνίπτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀνίπτους | τὰ | ἄνιπτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄνιπτοι | ἄνιπτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνίπτω | τὼ | ἀνίπτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνίπτοιν | τοῖν | ἀνίπτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἄνιπτος, -ος, -ον
- άπλυτος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 266 (264-267)
- «μή μοι οἶνον ἄειρε μελίφρονα, πότνια μῆτερ, | μή μ᾽ ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι· | χερσὶ δ᾽ ἀνίπτοισιν Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον | ἅζομαι·
- «Μη μου προσφέρεις το γλυκό κρασί, σεπτή μητέρα, | και απολυθούν τα μέλη μου και χάσω την ανδρειά μου· | άνιφτος το γλυκό κρασί δεν χύνω εγώ στον Δία·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «μή μοι οἶνον ἄειρε μελίφρονα, πότνια μῆτερ, | μή μ᾽ ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι· | χερσὶ δ᾽ ἀνίπτοισιν Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον | ἅζομαι·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 740 (740-741)
- ὃς ποταμὸν διαβῇ κακότητ᾽ ἰδὲ χεῖρας ἄνιπτος, | τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω.
- Όποιος διαβεί ποτάμι δίχως να ᾽χει ξεπλύνει την αθλιότητα και τα χέρια του, | αυτόν θα τον μισήσουν οι θεοί και λύπες κατόπιν θα του δώσουν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὃς ποταμὸν διαβῇ κακότητ᾽ ἰδὲ χεῖρας ἄνιπτος, | τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 266 (264-267)
- που δεν έχει ξεπλυθεί, ανεξίτηλος, ανεξάλειπτος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1460 (1459-1460)
- νῦν τελέαν πολύμναστον ἐπηνθίσω | δι᾽ αἷμ᾽ ἄνιπτον
- Τη στερνή τώρα την αξέχαστη έβαλες κορώνα | με το αίμ᾽ αυτό το αξέπλυτο!
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- νῦν τελέαν πολύμναστον ἐπηνθίσω | δι᾽ αἷμ᾽ ἄνιπτον
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1460 (1459-1460)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νίπτω και νίζω
Πηγές
- ἄνιπτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄνιπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.