ἁδρότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁδρότης αἱ ἁδρότητες
      γενική τῆς ἁδρότητος τῶν ἁδροτήτων
      δοτική τῇ ἁδρότητ ταῖς ἁδρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἁδρότητ τὰς ἁδρότητᾰς
     κλητική ! ἁδρότης ἁδρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁδρότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἁδροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἁδρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἁδροτής, τῆς ἁδροτῆς (μετακίνηση τόνου)

Ουσιαστικό

ἁδρότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.