ἁβροδίαιτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἁβροδίαιτος < ἁβρός + δίαιτα

Επίθετο

ἁβροδίαιτος -ος, -ον
  • αυτός που ακολουθεί ευγενή δίαιτα, αυτός που διάγει μαλθακό ή πλούσιο βίο

* αβροδίαιτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.