ἀστοχία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀστοχία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀστοχία θηλυκό

  1. μη επίτευξη του στόχου, αποτυχία του σκοπού, αστοχία
    ἀστοχίαι τῶν ἔργων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.