ἀστακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀστακός | οἱ | ἀστακοί |
| γενική | τοῦ | ἀστακοῦ | τῶν | ἀστακῶν |
| δοτική | τῷ | ἀστακῷ | τοῖς | ἀστακοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἀστακόν | τοὺς | ἀστακούς |
| κλητική ὦ! | ἀστακέ | ἀστακοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀστακώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀστακοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀστακός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἀστακός, -οῦ αρσενικό
- (θαλάσσιο ζώο) αστακός
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 17 @scaife.perseus
- Τῶν δὲ θαλαττίων οἱ κάραβοι καὶ ἀστακοὶ ἐκδύνουσιν ὁτὲ μὲν τοῦ ἔαρος ὁτὲ δὲ τοῦ μετοπώρου μετὰ τοὺς τόκους.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 68 106d, @scaife.perseus, @el.wikisource
- περὶ δὲ τῶν ὀστρακοδέρμων τούτων Δίφιλος μὲν ὁ Σίφνιος οὕτω γράφει τῶν δ’ ὀστρακοδέρμων καρίς, ἀστακός, κάραβος, καρκίνος, λέων τοῦ αὐτοῦ γένους ὄντα διαφέρουσι. μείζων δ’ ἐστὶν ὁ λέων τοῦ ἀστακοῦ, οἱ δὲ κάραβοι καὶ γραψαῖοι λέγονται·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 65 @scaife.perseus, @el.wikisource
- τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ō ὀστακὸν λέγουσι, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 17 @scaife.perseus
- (θαλάσσιο ζώο) ποταμίσια καραβίδα
- (ανατομία) κοίλο μέρος του αφτιού
- ἄστακος
- ὀστακός
- ὄστακος
Πηγές
- ἀστακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.