ἀσκαρδαμυκτεί

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀσκαρδαμυκτεί < ἀσκαρδάμυκτος + -εί < σκαρδαμύσσω

Επίρρημα

ἀσκαρδαμυκτεί (& ἀσκαρδαμυκτί)

  • χωρίς να ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, ατενώς

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.