ἀσινεῖ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ἀσινεῖ

  1. δοτική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ἀσινής
  2. δοτική ενικού, ουδέτερου γένους (ἀσινές) του ἀσινής
  3. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του ἀσινής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.