ἀρχιτεκτονέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀρχιτεκτονέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἀρχιτεκτονέω - ἀρχιτεκτονῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι αρχιτέκτων
  2. κατασκευάζω, οικοδομώ, επινοώ

Συγγενικά

  • ἀρχιτεκτόνευμα
  • ἀρχιτεκτονεύμα
  • ἀρχιτεκτονεύω
  • ἀρχιτεκτόνημα
  • ἀρχιτεκτονία
  • ἀρχιτεκτονικός
  • ἀρχιτεκτοσύνη
  • ἀρχιτέκτων


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.